λουφάζω

λουφάζω
(αόρ. (ε)λούφαξα) αμετ.
1) притихнуть; умолкнуть (от замешательства, страха и т. п.); 2) скрываться (от опасности); 3) прекратить деятельность; не участвовать (в борьбе и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λουφάζω" в других словарях:

  • λουφάζω — λουφάζω, λούφαξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λουφάζω — και λωφάζω (Μ λωφάζω) ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»] …   Dictionary of Greek

  • λουφάζω — λούφαξα, σωπαίνω ή μένω ακίνητος από φόβο ή αμηχανία: Όλοι τον έψαχναν αλλά αυτός λούφαζε στους θάμνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλούφαχτος — η, ο [λουφάζω] αυτός που δεν λούφαξε, δεν ησύχασε ή δεν μπορεί να ησυχάσει …   Dictionary of Greek

  • αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • λουφαχτός — ή, ό [λουφάζω] συνεσταλμένος, μαζεμένος …   Dictionary of Greek

  • λούφα — η 1. σιωπή από φόβο ή από αμηχανία 2. αποφυγή εκτέλεσης κάποιας εργασίας 3. φρ. «στη λούφα» στα κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουφάζω, με υποχωρητ. σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • λωφάζω — (Μ λωφάζω) βλ. λουφάζω …   Dictionary of Greek

  • λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …   Dictionary of Greek

  • μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω …   Dictionary of Greek

  • λαγιάζω — λάγιασα, λαγιασμένος 1. μένω ακίνητος, λουφάζω: Μετά την περιπέτειά του λάγιασε για μια εβδομάδα. 2. (για θήραμα), κρύβομαι: Τα ελάφια λάγιασαν ανάμεσα στα δέντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»